- συνασφαλίζω
- μετ. страховать вместе;
συνασφαλίζομαι — быть частично застрахованным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνασφαλίζομαι — быть частично застрахованным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνασφαλίζω — Ν βλ. συνασφαλίζομαι … Dictionary of Greek
συνασφάλιση — η, Ν [συνασφαλίζω] ασφάλιση κατά την οποία το ίδιο ασφαλιστικό συμφέρον μπορεί να ασφαλιστεί σε περισσότερους ασφαλιστές αν η μία ασφάλιση συμπληρώνει την άλλη, δηλαδή τα ασφαλιστικά τους ποσά, αθροιζόμενα, δεν υπερβαίνουν την ασφαλιστική αξία … Dictionary of Greek
συνασφαλίζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. συνασφαλίζω Ν [ἀσφαλίζω / ομαι] νεοελλ. 1. έχω σύμβαση με περισσότερες από μία ασφαλιστικές εταιρείες 2. (ο ενεργ. τ.) (για ασφαλιστική εταιρεία) συνάπτω από κοινού με άλλη εταιρεία σύμβαση με εγγύηση για αποζημίωση σε περίπτωση … Dictionary of Greek
συνασφαλιστής — ο, θηλ. συνασφαλίστρια Ν [συνασφαλίζω] (για ασφαλιστική εταιρεία) αυτός που από κοινού με άλλον ασφαλίζει κάποιον … Dictionary of Greek